Η έκθεση Modern Love. Η αγάπη στα χρόνια της ψυχρής οικειότητας, διερευνά την έννοια του έρωτα, της αγάπης και των προσωπικών δεσμών την εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας και του διαδικτύου.
Το Center for the Critical Appreciation of Antiquity [Κέντρο για την κριτική αποτίμηση της αρχαιότητας] του Ανδρέα Αγγελιδάκη συνδυάζει την κυριολεκτική σημασία της αρχαιολογίας, δηλαδή της επιστήμης που ερευνά και μελετά τον υλικό πολιτισμό του παρελθόντος, με μια βασική μεταφορική της σημασία, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από την ψυχανάλυση, δηλαδή την αναζήτηση των ψηφίδων που έχουν συγκροτήσει την προσωπικότητά μας. Ο κορμός του έργου εμπνέεται από τη θέση που έχουν στην ιστορική, αρχιτεκτονική, πολιτιστική, ερωτική ζωή της Αθήνας οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός, ένα περίοπτο μνημείο στην καρδιά της πόλης και ένας τόπος ομοερωτικών αντρικών συναντήσεων. Επιπλέον, σύμφωνα με μια αφήγηση, στην κορυφή των Στύλων του Ολυμπίου Διός είχαν μέχρι τον 19ο αιώνα εγκατασταθεί στυλίτες μοναχοί. Ο Αγγελιδάκης ανατρέχει στην προσωπική του ιστορία, από την παιδική του ηλικία και την κατασκευή αυτοσχέδιων αρχιτεκτονημάτων με τα μαξιλάρια του σπιτιού του, έως τη διεκδίκηση της επιθυμίας του και την ωρίμανσή του ως καλλιτέχνη και αρχιτέκτονα, και τη συνδυάζει με τα στρώματα ιστορίας της πόλης, για να κατασκευάσει ένα σύστημα μαλακών ερειπίων, σημείο θέασης μιας ψηφιακής ανακατασκευής του εαυτού, της πόλης και της σεξουαλικότητας. Oι επισκέπτες μπορούν να μετακινούν τα μαλακά ερείπια όπως επιθυμούν και να αλληλοεπιδρούν.
Το Niche Content for Frustrated Queers (Εξειδικευμένο περιεχόμενο για ζορισμένους queer) είναι μια σειρά από μιμίδια (memes) που έχει δημιουργήσει η Marijke de Roover. Σύμφωνα με την καλλιτέχνιδα, τα μιμίδια είναι κείμενα που «φέρουν οδηγίες για την αναπαραγωγή της κουλτούρας», βασίζονται συχνά στις κανονιστικές δομές εξουσίας και μεταδίδουν στερεοτυπικές αναπαραστάσεις. Σε μεγάλο βαθμό είναι επιθετικά, αποκλείουν όποιον δεν αυτοπροσδιορίζεται ως λευκός άντρας και επισφραγίζουν την ετεροκανονικότητα. Τα αιχμηρά μιμίδια της De Roover καθρεφτίζουν την απαισιοδοξία, την ανασφάλεια και τον αυτοσαρκασμό των μιλένιαλ. Αντανακλούν την πίεση του κοινωνικού περίγυρου, την εμμονή με την αναπαράσταση του εαυτού, τη δυσκολία προσαρμογής στις νόρμες, π.χ. της ομορφιάς. Τονίζουν τους τρόπους με τους οποίους η θεσμοθετημένη σεξουαλικότητα κατασκευάζει το φύλο και παρέχουν μια διεισδυτική ματιά στην πραγματικότητα και τις δυσκολίες της αναζήτησης συντρόφου και ερωτικής συσχέτισης ανεξαρτήτως φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού. Παράλληλα, σχολιάζουν ανεκπλήρωτες προσδοκίες και υποσχέσεις που προσφέρει η ψηφιακή ψευδαίσθηση, όπου η φαντασία και η πραγματικότητα δεν συναντιούνται απαραίτητα.
To Old Stock Collection: Look 3 (Purple Vagina Face) [Κολεξιόν περασμένων ετών: Εμφάνιση 3 (Μωβ πρόσωπο κόλπος] του Duran Lantink είναι βασισμένο στο παντελόνι που σχεδίασε για το μουσικό βίντεο «PYNK» της Janelle Monáe. Το ρούχο του Lantink για το «PYNK», με το σχήμα του, τις υφές του και τη σκηνογραφική/ενδυματολογική του λειτουργικότητα ήταν μια αναπαράσταση του αιδοίου και συνέβαλε, μαζί με τους στίχους του τραγουδιού (τους οποίους η Monáe έγραψε σε συνεργασία με την πανκ καλλιτέχνιδα Grimes), τη χορογραφία και την εικονογραφία του βίντεο και το δεσπόζον ροζ χρώμα της εικόνας, ώστε το «PYNK» να γίνει σύμβολο ενδυνάμωσης και εορτασμού της γυναικείας σεξουαλικότητας. Στο βίντεο της Monáe εμφανίζονταν αποκλειστικά μαύρες και άλλες μη λευκές γυναίκες και ήταν μια ευθεία απάντηση τόσο στην μουσική σκηνή του χιπ χοπ των δεκαετιών 80 και 90, όπου οι γυναίκες υπήρχαν μόνον ως αξεσουάρ του καλλιτέχνη όσο και στην σεξιστική πολιτική και ρητορική του Προέδρου Tramp.
Η Sanam Khatibi αντλεί εικονογραφικά μοτίβα από την περσική παράδοση, από τα χειρόγραφα του δυτικού μεσαίωνα, από την φλαμανδική αναγέννηση και, ευρύτερα, από τον παγκόσμιο εικαστικό πολιτισμό τα οποία συνδυάζει με ζωγραφικά στοιχεία που αναπλάθουν χρωματικά και σχεδιαστικά τα ψηφιακά τοπία των video games. Δημιουργεί έτσι παράδοξους άχρονους κόσμους, χωρίς προοπτική και αληθοφανή αποτύπωση του χώρου, οι οποίοι υποδέχονται μια θεματολογία που εμπνέεται από τις κουλτούρες του bdsm και από τα ντοκιμαντέρ μυθοπλασίας true crime. Στα έργα της η κατανομή ισχύος ανάμεσα στα φύλα είναι διαρκώς ρευστή και συχνά τα όρια ανάμεσα στον πόνο και την απόλαυση, τον φόβο και την επιθυμία είναι δυσδιάκριτα. Στο Deadly Nightshade (Θανάσιμη σκιά/στρύχνος) η αφήγηση υποταγής και απόλαυσης που ορίζουν οι δύο γυναικείες μορφές συμπληρώνεται και ολοκληρώνεται από το λογοπαίγνιο του τίτλου, καθώς η λέξη nightshade μπορεί να παραπέμπει τόσο στο νυχτερινό τοπίο όσο και στο δηλητηριώδες φυτό στρύχνος.
Το πρωινό της 30ης Αυγούστου 2015, ένα ζευγάρι προσφύγων φιλιέται με πάθος μέσα στη σκηνή του στον σιδηροδρομικό σταθμό Κελέτι της Βουδαπέστης. Ο φωτογράφος István Zsíros έχει βρεθεί εκεί για καταγράψει τις πρωτόγνωρες συνθήκες, καθώς στοιβάζονται στον σταθμό 3000 άνθρωποι περιμένοντας να φύγουν για την Βιέννη. Ο φακός συλλαμβάνει την ημιδιαφανή ιδιωτικότητα του φιλιού, καθώς οι άνθρωποι γύρω μοιάζουν απορροφημένοι στην αγωνία και τις αναπολήσεις τους. Η φωτογραφία του Zsíros ανακαλεί φωτογραφίες φιλιών στον δημόσιο χώρο που αντιπαραβάλλουν το προσωπικό πάθος με την ιστορική συγκυρία και την πόλη, π.χ. τη φωτογραφία του Alfred Eisenstaedt από την λήξη του Β’Παγκοσμίου Πολέμου στην Times Square ή εκείνη του Robert Doisneau στο Παρίσι. Ωστόσο, το φιλί εδώ δεν έχει τίποτε το θριαμβικό ή το ηρωικό. Είναι η ερωτική επιθυμία που επιβιώνει παρά τον κατατρεγμό και τον εκτοπισμό. Μας υπενθυμίζει πως τη στιγμή που μιλάμε για την απεδαφικοποίηση του ψηφιακού πολιτισμού, μια άλλη απεδαφικοποίηση, σκληρή και βίαιη, συντελείται γύρω μας. Άνθρωποι χάνουν τα σπίτια τους, οικογένειες και εραστές χωρίζονται για μήνες ή για πάντα. Η σύγχρονη αγάπη δεν υπάρχει μόνον στο διαδίκτυο αλλά και στα ερείπια του πολέμου.